- μελανάγριος
- μελανάγριος, -ον (Α)1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελανάγριοςτο ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία2. φρ. «μελανάγριος ἄμπελος» — είδος αμπέλου, η μαύρη άγρια άμπελος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἄγριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek